- τραχωματικός
- -ή, -ό / τραχωματικός, -ή, -όν, ΝΑ [τράχωμα, -ατος (Ι)]1. αυτός που αναφέρεται στο τράχωμα, την πάθηση τών οφθαλμών2. αυτός που προορίζεται για τη θεραπεία τού τραχώματος3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο τραχωματικός, η τραχωματικήαυτός που πάσχει από τράχωμα.
Dictionary of Greek. 2013.